παραωριμάζω

παραωριμάζω
1. (για καρπούς) ωριμάζω περισσότερο από όσο πρέπει, με κίνδυνο να σαπίσω
2. μτφ. α) έχω περάσει την κατάλληλη για γάμο ηλικία
β) έχω γεράσει πολύ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραωριμάζω — παραωρίμασα, παραωριμασμένος 1. για καρπούς, ωριμάζω πολύ, παραγίνομαι. 2. μτφ., για πρόσωπα, έχω περάσει την κατάλληλη ηλικία για γάμο: Παραωρίμασε το κορίτσι και γαμπρός δε βρέθηκε ακόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγίνομαι — ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ νεοελλ. 1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του» 2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε… …   Dictionary of Greek

  • παραγίνομαι — αμτβ., παράγινα, παραγινωμένος και παραγενωμένος 1. γίνομαι κάτι περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράγινες ενοχλητικός με τα πειράγματά σου. 2. (για καρπούς) παραωριμάζω: Τα παραγινωμένα ροδάκινα δεν τ αγοράζει ο έμπορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”